Η δυσλεξία είναι μια ειδική μαθησιακή διαταραχή νευροβιολογικής φύσεως. Τα παιδία με δυσλεξία δυσκολεύονται στην κατάκτηση της ανάγνωσης και της ορθογραφίας καθώς και στην κατανόηση του γραπτού λόγου. Σε μερικές περιπτώσεις παρουσιάζουν δυσκολίες και στον προφορικό λόγο. Η δυσλεξία δεν οφείλεται στην χαμηλή νοημοσύνη του ατόμου, μιας και πολλές φορές τα παιδία με δυσλεξία παρουσιάζουν ανώτερη νοημοσύνη από αυτήν του μέσου όρου. Επίσης δεν οφείλεται στην σχολική άρνηση ή τεμπελιά του ατόμου για μάθηση αλλά ούτε επηρεάζεται από το κοινωνικό-οικονομικό του περιβάλλον. Στην ουσία η δυσκολία παρουσιάζεται στον τρόπο που λειτούργει ο εγκέφαλος του δυσλεκτικού ατόμου όταν αυτό επεξεργάζεται την γλώσσα. Έρευνες έχουν δείξει ότι το αριστερό τμήμα του εγκεφάλου δεν ανταποκρίνεται κατάλληλα την στιγμή της ανάγνωσης με αποτέλεσμα την φτωχή αποκωδικοποίηση και τα συναφή προβλήματα που φέρει η δυσλεξία.
Η δυσλεξία παρουσιάζεται συχνότερα στα αγόρια με ποσοστό ένα προς τέσσερα και υπολογίζεται πως επηρεάζει το 10 με 15% του μαθησιακού πληθυσμού.
Η δυσλεξία επηρεάζει την κατάκτηση της ανάγνωσης κάνοντάς την αργή, χωρίς ροή και ρυθμό. Τα παιδιά με δυσλεξία όταν διαβάζουν, συχνά παραλείπουν ή κάνουν αντικατάσταση γραμμάτων, συλλαβών και λέξεων. Παράλληλα οι δεξιότητες της γραφής είναι σημαντικά κάτω από το αναμενόμενο. Κατά την γραφή παρατηρούνται επίσης αντικαταστάσεις και παραλήψεις καθώς και πολλά ορθογραφικά λάθη.
Ένα παιδί με δυσλεξία είναι πιθανό να εμφανίσει προβλήματα στην μακρόχρονη και στην βραχύχρονη μνήμη με αποτέλεσμα να χρειάζεται περισσότερες επαναλήψεις από το αναμενόμενο, λαμβάνοντας υπ όψιν την νοημοσύνη του, για να αποθηκεύσει και να αποστηθίσει μαθησιακές πληροφορίες. Επίσης είναι πιθανόν ο προφορικός λόγος να είναι ελλιπής όσων αφορά την οργάνωση του και την δομή του, με αποτέλεσμα την δυσκολία στην έκφραση την σκέψης. Πολλές φορές το λεξιλόγιο των δυσλεκτικών ατόμων είναι φτωχό, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στα μαθηματικά, έχουν προβλήματα στον συντονισμό, μπερδεύουν το δεξιά από το αριστερά, ενώ παράλληλα δυσκολεύονται στην εκμάθηση κανόνων και στην οργάνωση του χρόνου και της μαθησιακής ύλης.
Όλες αυτές οι εκπτώσεις στην πρόσληψη της μάθησης επιβαρύνουν το άτομο ψυχολογικά και του δημιουργούν άρνηση για μάθηση καθώς και χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση θα συνεισφέρει ώστε να βελτιωθούν οι ικανότητες του παιδιού στον γραπτό και στον προφορικό λόγο με στόχο την καλυτέρευση της σχολικής επίδοσης αλλά και της αυτοεικόνας του παιδιού.